γοργόχυτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργόχυτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γοργόχυτος ἐπίθ. Κ. Παλαμ., Περάσμ. καὶ χαιρετ., (ἔκδ. Μπίρη) τ. 9, σ. 449. - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. χυτός.

Σημασιολογία

Ὁ ρέων, ὁ χυνόμενος ταχέως ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Σὲ πο͜ιᾶς θάλασσας μήτρα σπέρμα πο͜ιοῦ θεοῦ γοργόχυτο, καρπερὸ, σὲ πο͜ιᾶς ἡμέρας τὸ χρυσὸ γέρμα σ᾽ ἔβγαλε μάρμαρο ἀπ᾽ τὸν ἀφρό;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/