γκαϊντοφλογέρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαϊντοφλογέρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαϊντοφλογέρα ἡ, ἐνιαχ. γκαϊτουφλόιρα Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γκάιντα καὶ φλογέρα.
Σημασιολογία
Πνευστὸν μουσικὸν ὄργανον: Ἦντα ἡ gαϊτουφλόιρα μαζὶ μὶ τοὺ ζουρνᾶ ἱνουμένα μὶ τοὺ δέρμα κὶ ᾿ς τ’ν ἄκρ’ ἦντα τοὺ φουσκουτάρ’ ποὺ φ’σοῦσι ἡ γκαϊτατζῆς κ᾿ ἔπιζι Μοσχοπόταμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA