γορίλλας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γορίλλας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γορίλλας ὁ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. Γόριλλαι αἱ = ὄνομα δῆθεν τριχωτῶν γυναικῶν (προφανῶς πιθήκων) τῆς Ἀφρικῆς.
Σημασιολογία
1) Πίθηκος ἐκ τῶν ἀνθρωποειδῶν, ὁ μέγιστος καὶ ἰσχυρότατος τούτων σύνηθ. 2) Μεταφ., ἄνθρωπος εἰδεχθὴς τὴν ὄψιν ἀλλὰ σωματώδης καὶ ἰσχυρὸς σύνηθ.: Δὲν πηγαίνει πουθενὰ χωρὶς νὰ τὸν συνοδεύουν οἱ γορίλλες του Ἀθῆν. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γορίλλας Πελοπν. (Πιτσ.) β) Ὁ σωματοφύλαξ σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA