γόσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γόσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γόσμα τό, Χίος - Π. Βλαστ., Ἀργώ, 296 καὶ 337 - Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γόζω. Ἡ λ. καὶ εἰς Γερμ.

Σημασιολογία

Ἰσχυρὰ καὶ θρηνώδης κραυγή, δυνατὸς θρῆνος ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Μ᾽ ἄσ᾽ τα πιˬὰ τὰ γόσματά σου, πάψε πιˬὰ τ᾽ ἀμὰν ἀμάν, ὅλο δά σου μονορρούφι τὸ αἶμα δὲ θὰ πιˬῶ τὸ ἁψὺ Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν., 296.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/