γούβα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούβα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γούβα ἡ, κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Λυκαον. (Σίλ.) γούα Κῶς κούβα Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κόνιτσ. Παλάσ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Φιλιππούπ.) Καππ. (Ἀνακ.) Μακεδ. (Βλάστ. Κοζ. Σισάν.) - Α. Πάλλ., Ν. Ἑστ. 17 (1935) 398 Μ. Vasmer εἰς Byzant Zeitschr. 16 (1907), 546 γκούβα Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Κουκούλ.) Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Μακεδ. (Βόιον Βρία Γρεβεν. Δαμασκ. Δρυμ. Ἐράτυρ. Καστορ. Καταφύγ. Λόφ. Μοσχοπόταμ.) Πελοπν. (Λεχαιν.) γούφα Κάρπ. Κύπρ. Λέσβ. (Πλομάρ.) γκούφα Ἰκαρ. χούβα Κύπρ. βούβα Ἀμοργ. Ἀνάφ. Ἀστυπ. Θάσ. Θήρ. Θρᾴκ. (Δαδ.) Ἰκαρ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Κῶς (Πυλ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ρόδ. Σάμ. Σύμ. Σῦρ. Τῆλ. - Λεξ. Βάιγ. βούγα Κορσ. βούχα Κύπρ. βούα Ἄνδρ. Κάλυμν. Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. Χάλκ. κ.ἀ. ᾽ούα Ρόδ. βούφα Κύπρ. βούπ-πα Κύπρ. βουγὰ Ρόδ. (Κάστελλ. κ.ἀ.) γύπη Μεγίστ. γούπα Ἤπ. (Πωγών.) Θεσσ. Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Μισθ. Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ.) Λυκαον. (Σίλ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) γούπ-πα Κύπρ. κούπα Καππ. (Σινασσ.) γοῦπος ὁ, Μακεδ. (Κοζ. Σέρρ. Σισάν.) γοῦπ-πος Κύπρ. βοῦπ-πος Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γούβα (βλ. «Βίος καὶ πολιτεία καὶ μερικὴ θαυμάτων διήγησις τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ θαυματουργοῦ Λουκᾶ» εἰς Κρέμου, Φωκικὰ 1,59: «σιρὸν ἐπ᾽ αὐτῆς τῆς οἰκίας, ὅν καὶ γούβαν ἄγροικοί τινες ἂν καλέσειαν, ἀνορύσσων ἦν εἰς ἀπόθεσιν πάντως σίτου τε καὶ κριθῆς ἢ ἑτέρου, φημί, τῶν χεδρόπων»), τὸ ὁπ. πιθαν. ἐκ τοῦ ἀρχ. κύβη, ὅθεν τὰ παρ᾽ Ἡσυχ. κύπη καὶ γύπη = κοίλωμα γῆς, ἐκ τῶν ὁπ. οἱ νεώτεροι τύποι. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τούτων βλ. Β. Φάβη εἰς Λεξικογρ. Δελτ. Ἀκαδ. Ἀθην., 2 (1940), 87-89. Πβ. τὸ Βυζαντ. γουβᾶς ὁ = ὁ λάκκος, περὶ τοῦ ὁπ. βλ. Λεξ. Σοφοκλ. Ἡ μεταβολὴ τοῦ γένους εἰς ἀρσ. κατὰ τὸ λάκκος. Ὁ τύπ. βούβα καὶ εἰς Βλάχ., Δουκ. καὶ εἰς Κορ., Ἄτακτ. 2,85. Οἱ τύπ. γοῦππος καὶ γούφα εἰς Μαχαιρ. 1, 110 (ἔκδ. R. Dawkins) «καὶ ἔκοψεν τα δεντρά, τούς γούππους ἐγέμωσεν, διατὶ οἱ Τοῦρκοι ἐκρύβγουνταν» καὶ 1,216: «καὶ ἐβάλαν την εἰς τὴν γούφαν ἤτζου ματωμένην». Κατὰ τὸν Ε. Κριαρᾶ, Λεξ. Μεσν. 4, 365 ὁ τύπ. γούφα ἀπὸ τὸ ἀρχ. Ἰταλ. guèffα ἢ τὸ Ἑνετ. gufo. Κατὰ τὸν G. Meyer, Neugr. Stud. 4,24 ἡ λ. γούβα ἀπὸ Ἀλβαν. guve.
Σημασιολογία
1) Κοίλωμα γῆς, τάφρος, ὄρυγμα, βόθρος, κοιλότης ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ἀντικειμένου ἢ λίθου κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Μισθ. Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ.) Κορσ. Λυκαον. (Σίλ.): Ὁ δρόμος εἶναι γεμᾶτος γοῦβες. Ἐπάτησε σὲ μιὰ γούβα μὲ νερὸ κ᾽ ἐβράχηκε. Ἐγέμισε ὁ δρόμος γοῦβες κοιν. Σοῦ ᾽καμε γοῦβες ἡ σωλῆνα Ναύστ. Ἔφκε͜ιακα τ᾽ς γκοῦβις κ᾽ ἔβαλα τ᾽ς πατάτις Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μὶ ἄ᾽ξι ἡ γέρους μ᾽ γκοῦβις ᾽ς τοὺ τοίχου γιˬὰ νὰ βάνου κάτ᾽ γκιˬούμιˬα (= ὑδροφόρα ἀγγεῖα) Μακεδ. (Βρία). Ἔ᾽ νιˬὰ γούβα ᾽ς τοὺ μάγ᾽λου Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Φρ. Ρίχνουμι ᾽ς τ᾽ γκούβα (πηδῶμεν ἅλμα ἁπλοῦν καὶ καταλὴγομεν εἰς μικρὸν λάκκον) Ἤπ. (Ἰωάνν.) || Παροιμ. φρ. Ἔπεσε ᾽ς τὴ γούβα (ἐπὶ ζημίας) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Πάει γούβα αὐτὸς (ἐπὶ ἐξαφανισθέντος αὐτόθ. Πᾶνι γούβα τὰ λιφτὰ (ἐπὶ ἀπωλείας) αὐτόθ. Συνών. γούρνα, λάκκος. 2) Κοῖλος τόπος σύνθ.: Το σπίτι του εἶναι σὲ γούβα. Τὸ χωριˬὸ εἶναι σὲ γούβα καὶ γιˬ᾽ αὐτὸ κάνει ζέστη. Τά χωράφιˬα του εἶναι σὲ γούβα κοιν. 3) Τάφος Ἤπ. (Κόνιτσ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βλάστ. Γρεβεν. Καταφύγ. Κοζ.) Πελοπν. (Δυρράχ. Λάστ. Ξηροκ. Οἰτυλ. Συκ. Λακων.): Θὰ ᾽ρθῶ κὶ θὰ σὶ φκε͜ιάσου τ᾽ γκούβα σ᾽ (ἤτοι θὰ σοῦ ἑτοιμάσω τὸν τάφον, θὰ σὲ δείρω μέχρι θανάτου) Βλάστ. Μὶ τό ᾽να τοὺ πουδάρ᾽ ᾽ς τ᾽ γκούβα εἶι (ἤτοι ἀσθενεῖ βαρέως) Κοζ. Νὰ σὲ βάλῃ ἡ μάννα σου ᾽ς τὴ γκούβα! (ἤτοι νὰ σὲ ἑνταφιάσῃ· ἀρὰ) Ἤπ. 4) Σπήλαιον Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Δαδ.) Ἰκαρ. 5) Ὑπόγειος καταπακτή, κρυψών, σκοτεινὴ φυλακὴ Θήρ. Κύπρ. - Λεξ. Κομ. Ψύλλ. Αἰν. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. 6) Κτιστὴ ἢ προχείρως κατεσκευασμένη ἀποθἠκη ἢ ὄρυγμα τεχνητὸν πρὸς διατήρησιν δημητριακῶν, ἐναποθὴκευσιν οἴνου, τυροῦ, ἐλαιῶν κ.τ.τ. Ἀνάφ. Ἄνδρ. Ἀστυπ. Κάλυμν. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Λέρ. Μακεδ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Πόρ. Ρόδ. Σίφν. Σύμ. Σῦρ. Τῆλ. Χάλκ. - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Πβ. Κρέμου, Φωκικὰ 1, 59: Ἐπάστρεψεν dὴν γούαν, γιὰ νὰ βάλῃ μέσα τόσ - σπόρο Κῶς. Νὰ κάμ᾽ς κὶ κοῦβις πουλλὲς κὶ νὰ χύσ᾽ς ἰκεῖ τοὺ κρασὶ Μακεδ. Ἤτονε σὲ μιˬὰ βούβα τυρὶ κ᾽ ἐξέρα dο (ἐκ παραμυυθ.) Ἀπύρανθ. β) Κτιστὸν ὄρυγμα τεχνητὸν διὰ τὴν κατασκευὴν ἄσβεστοκαμίνου ἢ καμίνου ξυλανθράκων Πελοπν. (Ἀνώγ. Ἄρν. Ζελίν. Καρδαμ. Λεῦκτρ. Οἴτυλ.): Σήμερα βγάλανε τὴ γούβα Οἴτυλ. Συνών. γουβάκι 3δ. γ) Ὄρυγμα τεχνητὸν εἰς τὸ ἐλαιοτριβεῖον, ὅπου ρέει τὸ μετὰ τὴν ἔκθλιψιν τῶν ἐλαιῶν ἐναπομεῖναν ἄχρηστον ὑγρὸν Πελοπν. (Λεῦκτρ. Οἴτυλ.) Συνών. κατωλαύρι, χαβούζα. δ) Ὄρυγμα τεχνητὸν εἰς τὸν ἀνεμόμυλον, ὅπου πίπτει τὸ ἄλευρον Πελοπν. (Λεῦκτρ.) ε) Οἰκίσκος διαμονῆς τῶν χοίρων Κῶς: Ἐgρέμ-μισεν ἡ βούα τ᾽ ἐπλάκωσεν dὸ᾽ οῖρο. Συνών. γουρουναρε͜ιό, γουρουνοβορός, γουρουνοκαλύβα, γουρουνοκάλυβο 1, γουρουνοκέλλι, γουρουνοκούμασο 1, γουρουνόλοζιˬο, γουρουνόμαντρα, γουρουνομάντρι, γουρουνόσπιτο 1, γουρουνόσταβλος, γουρουνοσταλε͜ιό, γουρουνότοπος, κουμάσι, λόζος, ντορμπαρε͜ιό, χοιροκαλύβα, χοιροκάλυβο, χοιροκέλλι, χοιρομάντρι, χοιροστάσι. 7) Ὡρισμένη ποσότης τυροῦ παραγομένη ἐκ τοῦ γάλακτος τοῦ λαμβανομένου ἐξ εἴκοσι συνήθως προβάτων Κρήτ. (Σφακ. Χαν. κ.ἀ.) Κάνω βοῦβες τὸ τυρὶ Χαν. Πβ. καυκί. 8) Σωρὸς ἀχύρων Μακεδ. (Καταφύγ.) 9) Ὑφαντικὸς ἱστὸς, τὴς σημασίας προελθούσης ἐκ τοῦ κάτωθεν τοῦ ἱστοῦ λάκκου, εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσονται τὰ ποδαρικά, τὰ ὁποῖα ἡ ὑφαίνουσα θέτει διὰ τῶν ποδῶν της εἰς κίνησιν Ἀστυπ. Ζάκ. Ἤπ. Ἰκαρ. Καππ. (Μισθ.) Κάρπ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέγαρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. (Ἀπόλλων. Κάστελλ. κ.ἀ.) Σάμ. Σύμ. Τῆλ. Χάλκ. Χίος (Ὄλυμπ. Πυργ.) - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Ἦτον μέσ᾽ ᾽ς τὴν βούα (ἤτοι ὕφαινεν) Νίσυρ. Ἐφέρασιν ἐχτὲς δύο βοῦφες κάρενες (= καρυδένιες) Κύπρ. Νὰ μὲ ᾽φάνῃς τὸ παννὶ πού ᾽χω ᾽ς τὴ βούβα Ρόδ. || Παροιμ.: ᾽Φαίνει σὲ δέκα βοῦβες παννὶ (ἐπὶ τῶν περὶ πολλὰ ἀσχολουμένων) Ρόδ. ᾽Δὲ βούα καὶ πάρε παννι᾽, | ᾽δὲ μάννα καὶ πάρε κόρη (ὅτι οὐσιῶδες τεκμήριον τῆς ἀξίας τῶν τέκνων εἶναι ἡ προσωπικότης τῶν γονέων) Νίσυρ. || ᾌσμ. Ἡ βούα ᾽ναι ζεμ-ματισμός, σηκώσου πιˬὰ, μὴ ᾽φαίνῃς, ἐχάλασες τὰ μάτιˬα σου κ᾽ ὕστερα τί θὰ γένῃς; Ρόδ. Στὴβ βούαν ὅπου κάθεσαι καὶ κάμνεις τὴγ γιρλάdα, πᾶρε τὸ μαdηλάιμ μου νὰ μὲθ θυμᾶσαι πάdα. αὐτόθ. Ἡ βούβα σου νὰ τσακιστῇ, τὸ χτένι νά ραΐσῃ, καὶ νὰ σοῦ μπλέξῃ τὸ παννὶ καὶ νὰ σὲ βασανίσῃ Τῆλ. Κορίτσιν ἐτραούδησε ᾽ποὺ μέσα ᾽ποὺ τὴ βούβα κ᾽ ἦβγεν ὁ χλιˬὸς τῶν καρουλιˬῶν κιˬ ὁ χτύπος τοῦ πετάλου (χλιˬὸς = κρότος) αὐτόθ. Συνών. ἀργαλε͜ιὸ 2, ἀργαστήρι 3, λάκκος. β) Ἡ ὑφαντικὴ τέχνη Λυκ. (Λιβύσσ.) Ρόδ. Μαθ-θαίνω βούα. γ) Τὸ ξύλινον ἐξάρτημα τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι προσηρτημένον τὸ κτένι Κύπρ. (Μένοικ.) 10) Τὸ ἐπὶ τοῦ αὐχένος κατ᾽ ἰνίον κοίλωμα καὶ συνεκδ. ὁ αὐχὴν Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ. Φάρασ.) Λυκαον. (Σίλ.) 11) Τὰ κοιλώματα τὴς πινακωτῆς, εἰς τὰ ὁποῖα ἐναποθέτουν τὴν πλασθεῖσαν ζύμην τοῦ ἄρτου Κύπρ. Πβ. γουπ-ποσάνιδο εἰς λ. γουβοσάνιδο. 12) Εὐμέγεθες βαθὺ πινάκιον Μακεδ. (Κοζ. Σέρρ.): Κέωσε τὸ ψάρι ᾽ς τὸ γοῦπο Κοζ. Συνών. ἁπλάδενα, γαβάθα 1, γαδῖνα, σουπιˬέρα. 13) Μέτρον χωρητικότητος δύο ὀκάδων Κύπρ. 14) Παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν κερδίζει ὁ ἐπιτυγχάνων νὰ ρίψῃ ἐντὸς λακκίσκου ἄρτιον ἀριθμὸν λιθαρίων Θάσ. Πελοπν. (Κόρινθ. Λακεδ.) - Λεξ. Αἰν. Συνών. γουβίτσα 4β, γουρούνα 8. 15) Εἶδος ἐμβολιασμοῦ τῶν ἐλαιοδένδρων Μακεδ. (Παρθεν.) 16) Λαβὴ σάκκου ἢ ἀσκοῦ Μακεδ. (Σισάν.) 17) Τὰ ἀπόκρυφα μέρη τοῦ ἀνδρὸς ἢ τῆς γυναικὸς Μακεδ. (Σισάν.): Τὴν ἔπιˬασεν ἀπὸ τὸ γοῦπο. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γούβα Ἀττικ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Ὄρ.) Ἤπ. (Ἰωάνν. Μελιγγ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Αδριανούπ.) Κέρκ. (Καρουσ.) Κρήτ. Μακεδ. (Βόλβ.) Πελοπν. (Ἀναβρ. Ἀρκαδ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Κλειτορ. Κόκκιν. Λαγκάδ. Λακων. Μάν. Ξηροκ. Παλαιοχ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φτελ. Φωκ. κ.ἀ.) Γκούβα Ἀμοργ. Εὔβ. Ἤπ. Μακεδ. (Βόιον Δρυμ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀργολ. Καλάβρυτ. Λακων. Μεσσην. Παππουλ. Πιτσὰ Χατζ. κ.ἀ.) Gούβα Ἴμβρ. Κρήτ. (Μεραμβ. Πεδιάδ.) Γούπ-πα Κύπρ. Γούφα Κάρπ. Βούβα Ἄνδρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) Βούπ-πα Κύπρ. Γοῦβες Ἀμοργ. Εὔβ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀργολ. Ἀρκαδ. Ἄρν. Γορτυν. Ζελίν. Καλάβρυτ. Κλειτορ. Λακων. Μεσσην. Παλαιοπαναγ. Παππούλ. Πυλ. Τριφυλ. Χατζ. κ.ἀ.) Φοῦρν. κ.ἀ. Γοῦβις (Αλόνν. Εὔβ. Ἥπ. (Δωδών. Κόνιτσ. Μελιγγ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Μακεδ. Στερελλ. (Περίστ.) Γκοῦβες Ἀμοργ. Εὔβ. Πελοπν. (Ἀργολ. Καλάβρυτ. Λακων. Μεσσην. κ.ἀ.) Gοῦβες Κρήτ. (Μεραμβ. Πεδιάδ.) Γκοῦβις Εὔβ. Ἤπ. Μακεδ. (Βόιον Δρυμ. κ.ἀ.) Gοῦβις Ἴμβρ. Γοῦφες Κάρπ. Βοῦβες Ἀμοργ. Ἀνάφ. Κρήτ. Κύπρ. Τῆλ. Βοῦφες Κύπρ. Βοῦες Ρόδ. Βουὲς Ρόδ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γούβας Στερελλ. (Ἀφίδν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA