γκάλμπινος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκάλμπινος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκάλμπινος ἐπίθ. Χ. Χρηστοβασ., Διηγ. στάνης, 126. γκάλμπινους Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ. Κουκούλ. Κούρεντ.) gάλbινους Ἤπ. (Δωδών. ’Ιωάνν.) γκάλμπενος Ἤπ. (Αὐλότοπ. Λάκκα Σούλ. Παραμυθ. κ.ἀ.) gάλbενος Ἤπ. γκάλπινος Χ. Χρηστοβασ. Διαγων., 70 gάλπινος Πελοπν. (Λακων.) γκάλπενος Ἤπ. (Δρόβιαν. κ.ἀ.) κάλμπινους Εὔβ. (Στρόπον. Ψαχν.) κάλbενος Πελοπν. (Γέρμ. Κάμπος Λακων. Ξηροκ. Τρίκκ.) κάλπενος Πελοπν. (Γεράκ.) καλbένης Πελοπν. (Τρίκκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Κουτσοβλαχ. galbinu = κίτρινος, ὠχρός.

Σημασιολογία

1) ᾽Επὶ κόμης ἀνθρώπου, ξανθός, ὑποκίτρινος Πελοπν. (Ξηροκ. Τρίκκ.): Ἔχει δυˬὸ παιδάκια κάλbενα Ξηροκ. β) ’Επὶ ἀνθρώπου ἐκ τῆς ὄψεως, ὠχρός, ἀσθενικὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.): Ἄιντι, γκάλμπι’ κὶ σύ! Συνών. κιτρινιˬάρης, χλεμπόνας, χλεμπονιˬάρης. γ) Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν οἰκοδόμων, ἡ χρυσῆ τουρκικὴ λίρα Ἤπ. (Κόνιτσ.) 2) ’Επὶ αἰγῶν, ἡ ἔχουσα ἐρυθρόφαιον χρῶμα Εὔβ. (Στρόπον. Ψαχν.) Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. ᾽Ιωάνν. Κουκούλ. Κούρεντ. Παραμυθ. κ.ἄ.) Πελοπν. (Γέρμ. Κάμπος Λακων. κ.ἀ.)­Χ. Χρηστοβασ., Διηγ. στάνης, 126: Μὴν εἶδις ἕνα κατσί’ γκάλμπινου π’θινά; Ζαγόρ. Ἰκεί’ ἡ γίδα ἡ γκάλμπι’ μὄκανι διπλά κατσίκιˬα Κουκούλ. Πιˬάσι μ᾿ αὐτεί’ τὴ γίδα τὴ γκάλμπι’ Ψαχν. Τὸ θηλ. ὡς ὄν. αἰγὸς Κουκούλ. β) ᾽Επί ἀνθρώπου, ὁ ἔχων κόμην πυρροῦ χρώματος Ἤπ. (Ζαγόρ.): Εἶδις πῶς τά ᾽’ τὰ μαλλιˬά τ’; Εἶνι ντὶπ γκάλμπινους. Συνών. βλάγκος, κοκκινομάλλης, κόκκινος, κοκκινοτρίχης, ρουσσομάλλης, ροῦσσος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/