ἀσουλούπιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσουλούπιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσουλούπιˬαστος ἐπίθ. Πελοπν. (Κορινὓ) Χίος κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ. ἀσ’λούπιαστους Μακεδ. (Κοζ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σουλουπιαστὸς<σουλουπιάζω ἀμαρτ.
Σημασιολογία
Ἀσουλούπωτος, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ασουλούπιˬαστος ἄνθρωπος Κορινθ. Ἀσ’λούπιˬαστου κουρίτσ’ Κοζ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA