γκαμσίζης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαμσίζης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γκαμσίζης ἐπίθ. ἐνιαχ. gαμσίης Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Θηλ. gαμσίζα Οὐδ. gαμσίζ’κο Θρᾴκ. (Τσακίλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gamsiz = ἄφροντις.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ θιγόμενος εὐκόλως ὑπὸ προσβλητικῶν λόγων ἄλλου: Ἡ ἀδερφή μ’ εἶναι gαμσίζα καὶ δὲ d’νε νο͜ιάζ’. Συνών. ἀδιάφορος, ἀναίσθητος, ἀνέγνο͜ιαστος, ἀνέμελος, γάιδαρος, γαιˬδουράνθρωπος, γαιˬδούρι, γαιˬδουρόπετσος, ζαμανφουτίστας, μουλάρι, παχύδερμο, χοντρόπετσος, ὠχαδερφιστής,
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA