βαρεˬασία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬασία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαρεˬασία ἡ, βαρσία Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βαρεσία Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βαρεˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ἐπιβάρυνσις, ἐνόχλησις Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. κ.ἀ.): Φρ. Γίνουμαι βαρσία (καθίσταμαι ὀχληρός). 2) Ὀκνηρία, νωθρότης Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἀσ’ σὴ βαρσίαν ἀτ' κάθεται ἀπέσ’ ᾽ς σ’ ὁσπι’τ’ Τραπ. Ἀσ' σὴ βαρσία ’τ’ πάντα κοιμᾶται Ὄφ. β) Μετων. ἄνθρωπος ὀκνηρὸς Πόντ. (Τραπ.): Ντό βαρσία ἄνθρωπος εἶσαι! 3) Ἐγκυμοσύνη Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Ἡ γυναῖκα ἔ’ ἑφτὰ μηνῶν βαρσίαν Τραπ. Πβ. *βαρε͜άσιμον, *βάρεˬασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA