γουβίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουβίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουβίζω Ἤπ. (Πωγών.) Μακεδ. (Παρθεν. Χαλκιδ.) Πόντ. (Σούρμ.) γουβίζου Στερελλ. (Γραν.) γ᾽βίζου Στερελλ. (Ἀχυρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γούβα.

Σημασιολογία

1) Κατασκευάζω μικρὰν γούβαν, μικρὸν τεχνητὸν κοίλωμα Μακεδ. (Χαλκιδ.) β) Καθιστῶ τι κοῖλον Μακεδ. (Παρθεν.) 2) Καταρρίπτω τινὰ προύμυτα Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Σούρμ.): ᾽Σ τὸ δρόμο σίτ᾽ ἐπέγινε, ἔσυρε τὸ στουράκ᾽ καὶ ἐντῶκε, ἐγούβισεν ἄτονα καὶ ἐπῆρε τὸ στουράκ᾽ καὶ τὸ δαχτυλίδ᾽ (στουράκ᾽ = ράβδος· ἐκ παραμυθ.) Σούρμ. 3) Ἀναποδογυρίζων τι ἀδειάζω Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Σούρμ.): ᾎσμ. Πόσα κοφίν φύλλα ᾽ς σὸ κατώι νὰ γουβίζω; Πόντ. 4) Μεταφ., καταστρέφω, ζημιώνω Στερελλ. (Ἀχυρ.): Μὶ γούβ᾽σις, μούρ᾽ γ᾽ναῖκα, μὶ τὰ ψώνιˬα σ᾽! Πβ. φρ. Πᾶνι γούβα τὰ λιφτά. 5) Μεταφ., συλλογίζομαι κλίνων τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, σκέπτομαί τι μᾶλλον πονηρὸν Ἤπ. (Πωγών.) Στερελλ. (Γραν.): Ἄς τουν νὰ γουβίζ᾽! Γραν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/