γουβίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουβίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουβίτσα ἡ, σύνηθ. γ᾽βίτσα Εὔβ. (Στρόπον.) γκουβίτσα Ἤπ. (Ζαγόρ.) βουβίτσα Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γούβα.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς λάκκος, κοίλωμα, ὄρυγμα σύνηθ.: Ὁ δρόμος εἶναι γεμᾶτος γουβίτσες σύνηθ. Οἱ σπόροι τῆς μπάμιˬας τοποθετοῦνται σὲ γουβίτσες ἀνὰ δύο τρεῖς κατὰ διαστήματα τριάντα σαράντα πόντους Λ. Οἰκονομίδ., Ὁδηγὸς λαχανοκηπ., 122. Ἔκαιγε μόλις σὰν καντηλάκι, κερὶ ἀναλυτὸ καὶ φιτίλι ᾽ς τὴ γουβίτσα τοῦ σαμντανιˬοῦ (= κηροπηγίου) Γ. Ξενόπ., Ἰσαβέλλ., 56. Ἡ γουβίτσα τῆς σιδεροστιˬᾶς (ὁ λακκίσκος ὁ σχηματιζόμενος εἰς τὸ ἄνω μέρος τῆς συμφύσεως τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου μετὰ τῆς κλειδὸς) Πελοπν. (Πυλ.) || Αἴνιγμ.: Ἔχω ᾽να πραματάκι, πάει, πάει καὶ γουβίτσες φτε͜ιάνει (τὰ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἴχνη τοῦ πετάλου τῶν ζῴων) Πελοπν. (Μεσσην.) 2) Ὁ γελασῖνος, ὁ λακκίσκος τῶν παρειῶν Πελοπν. (Δημητσάν.) Σάμ. Ὅμουρφα π᾽ τ᾽ πᾶνι οἱ γουβίτσις πό ᾽᾽ ᾽ς τὰ μάγ᾽λα! Σαμ β) Τὸ κατὰ τὸν αὐχένα κοῖλον τοῦ ἰνίου Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γορτυν. Κόκκινα Λουρ. Κρεμμ. Ὀλυμπ. Σκορτσιν. Φιγάλ.): Τοῦ ᾽δωσε μιˬὰ ᾽ς τὴ γουβίτσα καὶ δὲν εἶπε οὔτε νερὸ Ὀλυμπ. || Φρ. Θέλει ξύλο ᾽ς τὴ γουβίτσα Γορτυν. Συνών. γούβα 10, γουβάκι 3, λακκάκι, λακκουβάκι. 3) Μικρὸς ὑφαντικὸς ἱστὸς Μεγίστ. 4) Συνήθως εἰς τὸν πληθ., εἴδη παιδιᾶς καὶ εἰδικώτερον: α) Παιδιὰ, κατὰ τὴν ὁποίαν εἰς ἰσαρίθμους πρὸς τοὺς παίζοντας μικροὺς εἰς τὴν γῆν λάκκους, ἕκαστος τῶν ὁποίων ἀνήκει εἰς ἀντίστοιχον παίκτην, ρίπτεται διαδοχικῶς ὑπὸ τούτων στρογγυλὸν ἀντικείμενον, οἷον μικρὰ σφαῖρα, τόπι κ.τ.λ., ἐξ ὡρισμένης ἀποστάσεως. Ὁ παίκτης εἰς τοῦ ὁποίου τὸν λάκκον θὰ εἰσέλθῃ τὸ ἀντικείμενον, ὀφείλει νὰ τὸ λάβῃ καὶ νὰ τὸ ρίψῃ εἰς οἱονδήποτε τῶν συμπαιζόντων. Καὶ ἐὰν μὲν ἐπιτύχῃ, τίθεται εἰς τὸν λάκκον τοῦ κτυπηθέντος μικρὸς λίθος, ἐὰν δὲ ἀποτύχῃ, τίθεται ὁ λίθος εἰς τὸν λάκκον τοῦ βαλόντος. Ἡττᾶται ἐκεῖνος, εἰς τὸν λάκκον τοῦ ὁποίου θὰ τεθῇ ὡρισμένος ἀριθμὸς λιθαρίων, ἐκ τῶν προτέρων καθωρισμένος (Πβ. τὴν ἀρχ. παιδιὰν τρόπα, διὰ τὴν ὁποίαν βλ. Πολυδ. 9, 103) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βέρβ. Κορινθ. Κυνουρ. Μαντίν. Οἰν. κ.ἀ.) - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. β) Παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν εἰς μικρὸν πλησίον τοίχου λάκκον, δυνάμενον νὰ χωρέσῃ ἓξ μικροὺς λίθους, μονὰ ἢ ζυγὰ καλουμένους, εἷς τῶν παικτῶν ρίπτει τοὺς λίθους ἐξ ὡρισμένης ἀποστάσεως. Καὶ ἐὰν μὲν ἐπιτύχῃ νὰ εἰσαγάγῃ ὅλους ἢ ἄρτιον ἀριθμὸν τούτων, κερδίζει καὶ λαμβάνει τὸ ὁρισθὲν εἰς νομίσματα ἢ καρποὺς τίμημα, ἄλλως θεωρεῖται ἀποτυχὼν καὶ καταβάλλει τοῦτο Ἀθῆν. Πελοπν. (Κυνουρ. Μαντίν. Μεσσην. κ.ἀ.) κ.ἀ. Πβ. γούβα 14. Ἡ παιδιὰ εἰς παραλλαγ. Μέγαρ. γ) Παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖκται κυλίουσιν ἐντὸς μικροῦ λάκκου κόκκους ἐρεβίνθου, τοὺς ὁποίους ἔπειτα προσπαθοῦν νὰ ἐξαγάγουν ἐξ αὐτοῦ διὰ φυσημάτων Εὔβ. (Στρόπον.) δ) Ἡ παιδιὰ γουρουνίτσα, διὰ τὴν ὁπ. βλ. γουρουνίτσα 4, Πελοπν. (Δυρράχ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γουβίτσα Πελοπν. (Βραχν. Γορτυν. Τριφυλ. κ.ἀ.) Γουβίτσες Πελοπν. (Ἀρκαδ.) καὶ ὡς ἐπῶν. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουβίτσας Εὔβ. (Αἰδηψ. Χαλκ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Χρυσούπολ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/