γουβώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουβώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουβώνω, πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γούβα.

Σημασιολογία

1) Μετβ., καθιστῶ τι κοῖλον πολλαχ.: Ἐκατσες πάνω ᾽ς τὴ λαμαρῖνα καὶ τὴν ἐγούβωσες Ἀθῆν. 2) Ἀμτβ., καθίσταμαι κοῖλος λόγῳ πιέσεως, καθιζήσεως κ.τ.τ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ.): Κοίταξε πῶς ἐγούβωσε ἡ λαμαρῖνα! Ἀθῆν. Τὰ μάτιˬα του ἐγούβωσαν Πελοπν. (Ἦλ. Γουβώσανε τὰ μάτιˬα μας ᾽πὸ τὴν ἀφαγανιˬὰ (= πεῖνα) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γουβώνουν σὰν ἀχηβάδες Α. Καρκαβ., Λόγ. πλώρ., 269 Ἐγούβωσαν τ᾽ ὀμμάτ ᾽τ᾽ Κοτόωρ. Ἐγούβωσαν τὰ μάγ᾽λα ᾽τ᾽ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/