βαρε͜ιεμῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρε͜ιεμῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρε͜ιεμῆς ἐπίθ. βαργιμῆς Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βαρε͜ιέμαι, δι’ ὃ ἰδ. βαρῶ.
Σημασιολογία
Ὀκνηρός, ρᾷθυμὸς. Συνών. ἀδούλης, ἀκαμάτης, ἀπρόκοφτος 1β, ἀρᾴθυμος 1, βαρε͜ιούλλης, βαρεσιˬάρις, βαρεσούλλης, βαρετός, κοιμήσης, ὀκνιˬάρις, ὀκνέας, ὀκνός, τεμπέλης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA