βαρε͜ιόησκιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρε͜ιόησκιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρε͜ιόησκιˬος ἐπίθ. Πελοπν. (Μάν.) βαρόησκιˬος Κωνπλ. Πελοπν. (Μάν.) Σίφν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. ἥσκιˬος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων βαρεῖαν σκιάν, ἐπὶ δένδρου, ἰδίᾳ τῆς συκῆς Σίφν. 2) Ὁ δυσκόλως ἐπηρεαζόμενος ὑπὸ τῶν φαντασμάτων Πελοπν. (Μάν.) Ἀντίθ. ἀλαφρόησκιˬος 3, ἀλαφροήσκιˬωτος 5, ἀλαφροφάνταχτος 3. 3) Ἀγροῖκος, τραχὺς τοὺς τρόπους Κωνπλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βάρβαρος Α1. Πβ. βαρε͜ιοήσκιˬωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/