βαρε͜ιοήσκιˬωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρε͜ιοήσκιˬωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρε͜ιοήσκιˬωτος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀλωνίστ. Βούρβουρ.) κ.ἀ. -ΓΞενοπ. Ἰσαβέλλ. 30 -Λεξ. Δημητρ. βαροήσκιˬωτος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) βαρήσκιˬωτος Ἀθῆν. Πελοπν. (Αἴγ.) κ.ἀ. - ΔΚαμπούρογλ. Ἡ κυρὰ τρισεύγ. 14 ΣΣκίπη Ἀγ. Βαρβάρ. 38 -Λεξ. Δημητρ. βαρυήσκιˬουτους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιθ. βαρὺς καὶ *ἡσκιˬωτὸς < ἠσκιˬώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων βαρεῖαν σκιάν, συνήθως ἐπὶ τῆς συκῆς καὶ τῆς καρυδεˬᾶς, ὑπὸ τὴν σκιὰν τῶν ὁποίων πιστεύεται ὅτι μένουν τὰ δαιμόνια καὶ ὅπου κοιμώμενός τις δυσκόλως ἐξυπνᾷ Πελοπν. (Αἴγ.) κ.ἀ. -ΣΣκίπης ἔνθ' ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Δέντρο βαρήσκιˬωτο Αἴγ. κ.ἀ. Βαρήσκιˬωτη συκεˬὰ ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. Ἀντίθ. ἀλαφρόησκιˬος 1, ἀλαφροήσκιˬωτος 1. β) Ἐπὶ τόπου, ἐκεῖνος ὅπου πιστεύεται ὅτι συχνάζουν ἢ διαμένουν δαιμόνια Λεξ. Δημητρ.: Σπίτι βαρήσκιˬωτο. Βρύσι - ρεματιˬά βαρήσκιˬωτη. 2) Ὁ μὴ εὐκόλως ὑπὸ τῶν δαιμονίων ἐπηρεαζόμενος Πελοπν. (Αἴγ. Ἀλωνίστ.) β) Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐμφανίζονται δαιμόνια, οἷον νεράιδες κττ. Λεξ. Δημητρ. 3) Ὁ προκαλῶν τὴν ἀντιπάθειαν, ἀπεχθής, ἀποκρουστικός, σκαιὸς Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. -ΔΚαμπούρογλ. ἔνθ’ ἀν. ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Ὅταν κατέβαινε ἀργὰ καὶ ποῦ 'ς τὴν πόλι, γύριζε πάλι γρήγορα ᾿ς τὸ Κάστρο μὲ τρεῖς πῆχες μοῦτρα ἀμίλητος καὶ βαρήσκιˬωτος ΔΚαμπούρογλ. ἔνθ’ ἀν. Καλοὶ καὶ χρυσοῖ οἱ ἀφεντᾶδες, μὰ γέροι... κιˬ ὁ ἕνας πεˬὸ βαρήσκιˬωτος ἀπὸ τὸν ἄλλο ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀντιπαθητικός, ἀσυμπάθητος 3, ἀσύμπαθος 2, ἀντίθ. ἀλαφροήσκιˬωτος 3β, γλυκός, εὐχάριστος. Πβ. βαρε͜ιόησκιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA