ἀσουραύλιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσουραύλιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσουραύλιˬαστος ἐπίθ. ἀμαρτ. ἀσουρέλιαστος Πελοπν. (Μαν.)
Ετυμολογία
Ἐκ του στερητ ἀ- και του ἐπιθ. ἀσουραυλιαστὸς<σουραυλιάζω.
Σημασιολογία
᾽Εκεῖνος κατὰ τὸν γάμον τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε χρῆσις μουσικῶν ὀργάνων: Ἀτουbάνιαστος κι ἀσουρέλιαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA