ἀσουραύλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσουραύλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσουραύλιστος ἐπίθ. Πελοπν. (Κορινθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σουραυλιστὸς<σουραυλίζω.
Σημασιολογία
Ἄσουραύλιαστος, ὃ ἰδ.: Ἀσουραύλιστη κιˬ ἀτουμπάνιστη! (ὕβρις).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA