γκαραζιˬέρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαραζιˬέρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκαραζιˬέρης ὁ, σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσιαστ. γκαρὰζ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ιˬέρης.

Σημασιολογία

1) ’Ιδιοκτήτης ἁμαξοστασίου σύνηθ.: Αὺτὸς ὁ γκαραζιˬέρης ἔχει δέκα τσιράκιˬα καὶ βγάζει λεφτὰ μὲ οὐρὰ σύνηθ. Νοίκιˬασα αὐτὸ τὸ ἁμάξι ἀπὸ ἕνα γκαραζιˬέρη γνωστό μου Ν. Ἑστ. 24 (1938),1400. 2) Ὁ ὑπάλληλος τοῦ γκαρὰζ σύνηθ.: Ὁ γκαραζιˬέρης τοῦ γειτονικοῦ μας γκαρὰζ εἶναι καλὸς καὶ τίμιος ᾽Αθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/