γκαρδιˬακὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρδιˬακὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γκαρδιˬακὰ ἐπίρρ. ἐγκαρδιˬακὰ Ἤπ. κ.ἀ.–Κορ., ’Ατ. 2, 113.-Λέξ. Βάιγ. γκαρδιˬακὰ σύνηθ. gαρδιˬακὰ Κρήτ. (Πεδιάδ.) νgαρτιˬακὰ Κῶς ἀγκαρδιˬακὰ Κύπρ. ἀgαρδιˬακὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀgαρκιˬακὰ Κύπρ.ἀγκαδκιˬακὰ Θάσ. καρδιˬακὰ Θρᾴκ. (Αἶν.)-Δ. Σολωμ., 220 Γ. Ψυχάρ., Ἁγνή, 262.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Βυζαντ. ἐγκαρδιˬακά. Ὁ τύπ. ἐγκαρδιˬακὰ καὶ εἰς ’Ερωτοπαίγν. στ. 577 (ἔκδ. Hesseling-Pernot, σ. 480) καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) ᾿Εκ βάθους καρδίας ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ἀγαπᾷ-χαιρετᾷ-τῆς μιλάει γκαρδιˬακὰ σύνηθ. ’Ααπῶ τον ἀgαρκιˬακὰ Κύπρ. Ὁ ἕνας ’ιˬά, ποῦ ’τομ bετεινὸς βγκάλ-λει ’πὸ τὸγ κόρφον dου ἕνα τσακχὶ χλαπφωτὸν τι ὁλόχρουσον, dὸ φιλοῦσε νgαρτιˬακὰ τ᾽ ἤλιε (τσακχὶ = σουγιᾶς) Κῶς || ᾌσμ. Γκαρδιˬακὰ χαροποιήθη καὶ τοῦ Βάσιγκτων ἡ γῆ Δ. Σολωμ., 5 Ξάφνου, κ’ ἐλαφρὰ πατῶ σας, καρδιˬακὰ σᾶς χαιρετῶ Δ. Σολωμ 220. Καὶ γκαρδιˬακὰ ἀναστέναξε καὶ χτύπαγε τὰ στήθιˬα Κ. Κρυστάλλ., Ἔργα, 199, 6. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. ’Ερωτοπαίγνια ἔνθ’ ἀν. «ἀναστενάζω ἐγκαρδιακά». 2) ᾿Αληθῶς, εἰλικρινῶς Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/