ἀσούσσουμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσούσσουμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσούσσουμος ἐπίθ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. –Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνασούσσουμος Κύθηρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀσούσσουμος ’Ιδ. Πουλλολ. στ. 7 (ἔκδ. GWagner σ. 179) «εἰπέ με, κύκνε ἀσούσσουμε... τ᾽ ἤθελες εἰς τὸν γάμον;»
Σημασιολογία
Ὁ ἕνεκα ἀσθενείας ἢ ἄλλης τινὸς αἰτίας ἀποβαλὼν τὰ χαρακτηριστικά του γνωρίσματα καὶ ἀδιάγνωστος καταστὰς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀνασούσσουμος ἄνθρωπος Κύθηρ. Ἀρρώστησα κ᾿ ἐγίνηκα ἀσούσσουμος Κρήτ. Ἀπουστὰν ἤφαε τὴ bαλοθεˬά ἐστραβόπηρεν ἡ μούρη dου κ᾽ ἐγίνηκεν ἀσούσσουμος αὐτόθ. ‖ ᾎσμ. Ἀνέγνωρην κιˬ ἀσούσσουμην κόρην, ἀποσυρμένην Καρπ. Συνών. ἀγνώριμος 1, ἀγνώριστος 1, ἄγνωρος Α 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA