ἀσούφρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσούφρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσούφρωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Ποντ. (Κερασ.) ἀσούφρουτους βόρ. ἰδιωμ. ἀούφρουτους Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σουφρωτὸς<σουφρώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων πτυχὰς, ὁ μὴ συνεπτυγμένος ἔνθ’ ἀν.: Ἀσούφρωτο ροῦχο-φουστάνι σύνηθ. Ἀσούφρωτα μοῦτρα πολλαχ. Ἀσούφρωτα χείληˬα Λεξ. Δημητρ. Φρ. Στόμαν ἀσούφρωτον (φλύαρον) Μεγιστ ᾎσμ. Βγάλ-λει τ’ ἀσούφρωτον πουντὶν τσ᾿ ἀμέτρητα τὴ δίει (τὸ πλῆρες χρημάτων) αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσούρωτος 2. 2) Μεταφ. ὁ μὴ κλαπείς, ὁ μὴ ἀφαιρεθεὶς ἐπιτηδείως σύνηθ.: Δὲν ἀφίνει τίποτα ἀσούφρωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA