βαρε͜ιόμοιρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρε͜ιόμοιρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρε͜ιόμοιρος ἐπίθ. Ἀθῆν. Ζάκ. Ἤπ. Ἰθάκ. Κάρπ. Κάσ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Λευκ. Μεγίστ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἄργ. Ἀρκαδ. Βασαρ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν.) Ρόδ. Σίφν. Χίος κ.ἀ. βαρε͜ιόμοιρους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. κ.ἀ. βαρgε͜ιόμοιρος Ρόδ. β-βαρε͜ιόμοιρος Χίος βαρόμοιρος Σύμ. βαρε͜ιομοίρης Κεφαλλ. Θηλ. βαρε͜ιόμοιρη καὶ βαρε͜ιομοῖρα.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. μοῖρα. Ἡ λ. καὶ ἐν Θυσ. Ἀβραάμ,. στ. 70 (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 1,228) «οὐδὲ ᾽γροικᾷ ἡ βαρειόμοιρη τὸ τί μᾶς περιτρέχει». Τὸ βαρόμοιρος καὶ ἐν Θρήν. Κωνπλ. στ. 52 (ἔκδ. Elissen σ. 112).
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων βαρεῖαν, κακὴν μοῖραν, δυστυχὴς ἔνθ' ἀν.: ᾎσμ. Ἀρρώστησα ὁ βαρε͜ιόμοιρος βαρεˬὰ γιˬὰ νὰ πεθάνω, κἀνεὶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ ἰδῇ νὰ μὲ παρηγορήσῃ Αἴγ. Γιˬὰ ἰδέτι τὰ βαρε͜ιόμοιρα τὰ βαρεˬουχουρισμένα, ποῦ δὲ φιλε͜ιοῦντι ζουντανά, φιλε͜ιοῦντι πιθαμένα Μακεδ. (Μάγ.) Καὶ κατ᾿ ἀντίφρασιν: Τὰ νεˬότα τὰ βαρε͜ιόμοιρα ὅλοι τ᾿ ἀναζητοῦνε καὶ τὰ μαυρογεράματα ὅλοι τὰ βαρε͜ιεστοῦνε Μάν. Συνών. ἄκληρος 2, ἀλαλόμοιρος, ἀμανίκωτος (ΙΙ)2, ἀμοιρος 1β, ἄμπαχτος, ἀραπομοίρης, ἀρριζικάχειλος, ἀρρίζικος 1, ἄτυχος 1, βαρε͜ιορρίζικος, δύστυχος, ἔρημος, κακομοίρης, ἢ κακόμοιρος, κακορρίζικος, κακότυχος, μαυρομοίρης, μαυρορρίζικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA