ἄσπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄσπα ἡ, Θήρ. Ἰκαρ. Κάλυμν. Καρπ. Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων.) Πελοπν. (Λακων.) Ροδ. Σύμ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ παρ’ Ἡσυχίῳ οὐσ. ἄσπα.

Σημασιολογία

1) Χωματώδης κρημνὸς σχηματισμένος ἐκ καθιζήσεως ἢ διαβρώσεως Ἰκαρ. Κάλυμν. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων.) Ρόδ. Σύμ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κρήτ. Κύθηρ. Μύκ., ὑπὸ δὲ τὸν τύπ. τῆς ᾿Ασποῦς Σκῦρ. β) Βραχώδης κρημνὸς Μύκ.: Φρ. Πουλλάτσι τσῆ ἄσπας (ὁ ριψοκίνδυνος). 2) Ἀγρὸς ἀκαλλιέργητος Πελοπν. (Λάκων) 3) Ἡ Θηραϊκὴ γῆ Θήρ. 4) Ἐρυθρὰ γῆ Καρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/