γκαρδιˬόκαλε
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαρδιˬόκαλε
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαρδιˬόκαλε τό, Τσακων. γκαρδιˬοκόκκαλε Τσακων. (Πραστ.) Πληθ. γκαρδιˬόκαβα Τσακων
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκάρδιος, διὰ τὸ ὁπ. βλ. ἐπίθ. γκάρδιος, καὶ τοῦ οὐσ. κάλι.Ὁ τύπ. γκαρδιˬοκόκκαλε ἐκ παρετυμ. ἀπὸ τὸ κόκκαλο. Βλ. Θ. Κωστάκ. εἰς Πελοποννησιακὰ 5 (1962), 257.
Σημασιολογία
Γκαρδιˬόβεργα, τὸ ὁπ. βλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA