ἀσπάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπάζομαι, κοιν. ἀσπάζουμαι πολλαχ. ἀσπάζουμι βόρ. ἰδιώμ. ἀσπαίνομαι Ἤπ. ἀσπαζούμενε Τσακων. ἀσπασκούμενε Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀσπάζομαι.

Σημασιολογία

1) Φιλῶ ἔνθ’ ἀν.: Ἀσπάζομαι τοὺς γονεˬούς μου-τὸ φίλομου κττ. Ἀσπάζομαι τὴν εἰκόνα-τὸ βαγγέλιο-τὸν ἐπιτάφιο-τὸ λείψανο-τὸ νεκρὸ κττ. κοιν. || Φρ. Νὰ τοὺν ᾿σπαστῇς κρύου κι μπαγιάτ’ κί νὰ κρυώσ’ ἡ μύτ’ σ’! (ἀρά. Μπαγιάτ’=ψυχρόν, ἕωλον) Ἤπ: Συνών. ἀνασπάζομαι, φιλῶ. 2) Χαιρετῶ σύνηθ.: Ἀσπάζομαι τὸν δεῖνα. Σὲ ἀσπάζεται ὁ δεῖνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/