βαρε͜ιοπόδαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρε͜ιοπόδαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρε͜ιοπόδαρος ἐπίθ. ΓΨυχάρ. Ἀγνὴ2 181.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. ποδάρι.
Σημασιολογία
Ὁ βαρέως βαδίζων, βηματίζων: Βαρε͜ιοπόδαρα τὰ μαυροφορεμένα τ᾿ ἀλόγατα προβαίνουνε μὲ τὸ φἐρετρο καὶ πάνε ᾿ς τὸ νεκροταφεῖο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA