γκαρδιˬώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρδιˬώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκαρδιˬώνω(ΙΙ) Εὔβ. (Κάρυστ.) gαρδιˬώνω Κρήτ. (Νεάπ.) Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (’Αναβρ. Λεῦκτρ. Παλαιοχ. Πλάτσ.) γκαρδιˬώνου Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεπεν.) καρδιˬώνω Κρητ. (Βιάνν.) Σκῦρ. καρδώνου Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκάρδιˬος.

Σημασιολογία

1) Εἰσάγω τὸν γκάρδιˬο εἰς τὴν ἐγκοπήν τοῦ ἀντίου πρὸς σύσφιγξιν τοῦ ὑφαινομένου ὑφάσματος Α. Κρήτ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (᾽Αναβρ. Λεῦκτρ. Παλαιοχ. Πλάτσ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Καλοσκοποπ. Λεπεν.): Δῶσε μου τὸ gάρδιˬο νὰ gαρδιˬώσωμε τὸ παννὶ Λεῦκτρ. Σήμερο κίνησα ᾽γὼ τ᾽ ἀνυφαdικό μου κ’ ἴσα-ἴσα ποὺ gάρδιˬωσα Α. Κρήτ. β) Ἀρχίζω νὰ τυλίγω τὸ ὑφανθὲν παννίον εἰς τὸ ἀντί τανύων διὰ τοῦ γκάρδιˬου Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πελοπν. (’Αναβρ. Λεῦκτρ. Παλαιοχ. Πλάτσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Φάνε μιὰ ’υχιˬὰ ’κόμα, γιˬὰ νὰ, σώσῃ νὰ gαρδιˬώσῃς ’Απύρανθ. γ) ’Αμτβ., ἐπὶ τοῦ ὑφαινομένου, λαμβάνει πλάτος ἐπιτρέπον την περιτύλιξίν του εἰς τὸ ἀντίον διὰ τοῦ γκάρδιˬου Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἄν εἶναι μισὴ bήχη, gαρδιˬώνει (ἐνν. τὸ παννὶ) ’Απύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/