βαρε͜ιορριζικὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρε͜ιορριζικὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαρε͜ιορριζικὸ τό, Ἤπ. Κέρκ Μεγίστ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. ριζικό.

Σημασιολογία

Ἡ κακὴ μοῖρα ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Σὰν τὸ ἤθελε ἡ μοῖρα του, τὸ βαρε͜ιορριζικό του, ἀρρώστησ' ὁ καλύτερος, ὁ πλούσιˬος κιˬ ἀντρε͜ιωμένος Ἤπ. Ὡς τό ’θελε ἡ μοῖρα της, τὸ βαρε͜ιορριζικό της, τὰ πέρασε τὰ ἑκατό, τὰ διˬάβηκε τὰ χίλιˬα Κέρκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/