βαρε͜ιορρίζικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρε͜ιορρίζικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρε͜ιορρίζικος ἐπίθ. Ἀνάφ. Ἀντικύθ. Ἤπ. Θήρ. Ἴος Ἰων. (Κρήν.) Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κέρκ. Κρήτ. Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ. Ρόδ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. βαρε͜ιουρρίζ'κους Μακεδ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. ριζικό.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων βαρὺ ριζικό, ᾶτυχής, δυστυχὴς ἔνθ' ἀν.: Παροιμ. Ἄνθρωπος βαρε͜ιορρίζικος ἀτός του κιˬ άπατός του κάνει κακὸ τῆς μοίρας του ποῦ δὲν τὸ κάν’ ὀχτρός του (ἐπὶ τοῦ πάσχοντος ἐξ ἰδίας ἀπερισκεψίας) Θήρ. || ᾎσμ. Νὰ βγοῦν οἱ ναῦτες γιˬὰ νερὸ κ' οἱ σκλάβοι γιˬὰ τὰ ξύλα κ’ ἐγὼ τὸ βαρε͜ιορρίζικο νὰ πέσω νὰ πεθάνω Κέρκ. Ἐνύχτωσε κ’ ἐβράδυˬασε κιˬ ὅλοι πάνε νὰ κλίνουν κ' ἐγὼ τὰ βαρε͜ιορρίζικο σὰν ποῦ νὰ πάω νὰ μείνω; Παξ. Συνεκδοχικῶς καὶ ἐπὶ πραγμάτων: Ἀρχισε, γλῶσσα, νὰ λαλῇς, ἀχείλη μου, μελέτα, κορμί μου βαρε͜ιορρίζικο, ὅσα τσ’ ἄν ἔχῃς πέ τα Ἴος. Συνών. ἰδ ἐν λ. βαρε͜ιόμοιρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/