γκαριζολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαριζολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκαριζολογῶ σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γκαρίζω καὶ τῆς παραγ. καταλ –λογῶ, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ᾽Αθηνᾶ 22 (1910), 247 κ.ἑξ. καὶ Σ. Μενάρδ, ᾽Αθηνᾶ 37 (1923), 70.
Σημασιολογία
Φωνάζω, φωνασκῶ ὀχληρῶς σύνηθ: Σταμάτα νὰ γκαριζολογᾷς, γιˬατὶ θὰ ἁρπάξω τὴ σανίδα καὶ θὰ σοῦ μετρήσω τὰ πλευρά. Αὐτὸς ὁ μουλαροκέφαλος γκαριζολογάει ὅλη μέρα κ’ ἔχει σπάσει τὰ νεῦρα τῆς γυναίκας του σύνηθ. Συνών. βλ. εἰς λ. γκανίζω Β1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA