βαρε͜ιοστεναμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρε͜ιοστεναμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βαρε͜ιοστεναμὸς ὁ, Λευκ κ.ἀ. - ΝΠολίτ. Ἐκλογ. 210 - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ έπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. στεναμός.

Σημασιολογία

Βαθὺς στεναγμὸς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Θιˬαμαίνομαι, ξενίζομαι καὶ μοναχὸς θιˬαμάζω πῶς δὲ ραγίζουν τὰ βουνά, δὲν πέφτει τ’ ἄστρι κάτου ἀπὸ τὸν πόνο τσ᾽ ἀδερφῆς κιˬ ἀπ᾿ τὸν καηˬμὁ τῆς μάννας κιˬ ἀπὸ τὸ βαρε͜ιοστεναμὸ τῶ μαύρωνε χηράδω ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βαρεˬαναστέναγμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/