βαρε͜ιοσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρε͜ιοσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαρε͜ιοσύνη ἡ, Πελοπν. (Οἰν. Τριφυλ.) βαροσύνη Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρε͜ιός, δι᾽ ὃ ἰδ. βαρύς.

Σημασιολογία

Νωθρότης, ὀκνηρία, ρᾳθυμία. Συνών. ἀδουλεψιˬὰ 1β, ἀδουλιˬὰ 2, ἀκαμασιˬά, ἀκαματιˬά, ἀκαματσουλλιˬά, ἀκαματωσιˬά, ἀκαματωσύνη, ἀκαμωσιˬὰ 3, ἀρᾳθυμιˬὰ 1, βαρε͜ιεμάρα, βαρε͜ιοξυλεˬά, βαρε͜ιούλλα, βαρε͜ιωμάρα, βαρεμάρα, βαρεσιˬὰ 2, βαρετωσύνη, βαρυκολία, ὀκνηρία, τεμπελιˬά, τεμπελίκι, ἀντίθ. ἀβαρεσιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/