βαρε͜ιοταξιδιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρε͜ιοταξιδιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρε͜ιοταξιδιˬάρις ἐπίθ. ἀμάρτ. βαροταξιδιˬάρος Πόντ. (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. βαρύς, τοῦ οὐσ. ταξίδι καὶ τῆς καταλ. -ιˬάρις.
Σημασιολογία
Ὁ ταξιδεύων πολὺ μακρὰν ἢ ὁ μένων πολὺ εἰς τὰ ξένα: ᾎσμ. Ἔλ᾽ ἄνοιξε τὸν Κωσταντῆ τὸν βαροταξιδιˬάρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA