γκαρισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαρισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γκαρισιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. gαριξιˬὰ Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Κέρκ. Κεφαλλ. - Α. Λασκαράτ. Ἤθη σ. 67 gαριξία Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) γκαριξὰ Πελοπν. (Ἦλ.) γκαρ᾽ξιˬὰ Εὔβ. (Ψαχν.) Στερελλ. (Περίστ.) gαρ’ὰ Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀγκαρ’ξιˬὰ Μακεδ. (Γαλατ. Γήλοφ. Γρεβεν. Δασοχώρ. Κατάκαλ. Τριφύλλ. κ.ἀ.) ἀgαρ’ξὰ Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀgαριιˬὰ Πελοπν. (Λὰγ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γκαρίζω διὰ τῶν παραλλ. τύπων τοῦ ἀορ. ἐγκάρισα-ἐγκάριξα.
Σημασιολογία
1) ’Ογκηθμὸς ὄνου ἔνθ’ ἄν.: Μ’φα’’κι πὼς ἄκ’σα γκαρ’ξιˬὲς Εὔβ. (Ψαχν.) Ἄκουσα μία ἀgαριιˬὰ ’ς τὸ περιβόλι Πελοπν. (Μάν.) Στιρνὰ βά’ μιˬὰ γκαρ’ξιˬὰ δυνατὴ ἀπ’ σεὶσ᾽καν οἱ κουλόνις οὕλις τ᾿ς ἰκκλησιˬᾶς Στερελλ. (Περίστ.) Οὑ τιλιˬά’ς εἶχιν μιˬὰ φουνὴ χουντρότιρ’ κὶ ’ποὺ ’ν ἀγκαριˬὰ ’π’ τοὺ γουμάρ’ Μακεδ. (Γαλατ.) Φουνὴ ἔ’ οὑ γείτουνας ἢ ἀγκαρ’ιˬὰ αὐτόθ. Μιˬὰ gαριξιˬὰ τέτοια ποὺ ποτὲ γάιˬδαρος δὲν ἔβγαλε Α. Λασκαράτ. ἔνθ᾽ ἀν. || Παροιμ. Κάθε πουλλὶ ἔχει τὴ λαλιˬά του καὶ κάθε γάιδαρος τὴ gαριξιˬά του Ζάκ. Συνών. γκανητό, γκανιˬά, γκάνισμα 1,γκανισματιˬά, γκανισμός, γκανίστρα, γκαρισιˬῶνας, γκαρισματιˬά, γκαρισμός, γκαριστός, γκαρομάχημα 1. β) Πᾶσα ἄναρθρος κραυγὴ Μακεδ. (Χαλκιδ.) 2) Ἰσχυρὰ κραυγή, φωνασκία, ἐπὶ ἀνθρώπων Μακεδ. (Χαλκιδ.): Ἔβγαλι μιˬὰ gαρ’ά ! Συνών. βλ. εἰς λ. γκαρισμάρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA