βαρε͜ιοτουφεκεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρε͜ιοτουφεκεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαρε͜ιοτουφεκεˬὰ ἡ, ΣΠερεσιάδ. Σκλάβ. 88.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. τουφεκεˬά.
Σημασιολογία
Βαρεῖα ἐκπυρσοκρότησις τουφεκιοῦ: Ποίημ. Θαρεῖς πῶς παίρνουν τὰ βουνά, πῶς σχίζουν τὸν ἀέρα, αὐτὲς οἱ βαρε͜ιοτουφεκεˬές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA