γκαρομανητὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρομανητὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκαρομανητὸ τό, ἐνιαχ. gαρομα’τὸ Λευκ. (Φτερν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γκαρομανῶ.

Σημασιολογία

Δυνατὸν κλᾶμα ἐξ ἀφορὴτων πόνων: Τ’ς πονᾷ ἡ ’λιˬά τ᾿ς κακὰ καὶ πάει τὸ gαρομα’τὸ νίλα. Συνών. γκαρομάχημα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/