ἀσπαλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπαλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπαλάκι τό, ἀμάρτ. σπαλάγκι Θρᾴκ. –ΓΒιζυην. Ἀτθίδ. αὖραι2 33.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσπάλακας κατὰ τύπ. ὑποκοριστικόν.
Σημασιολογία
Ἀσπάλακας 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Γιˬατί, σπαλάγκι θλιβερό, | γιˬατί τὸν ὅλο σου καιρὸ μέσα ’ς τὴ γῆ θαμμένο; ΓΒιζυην. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA