βαρελλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρελλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαρελλάκι τό, σύνηθ. βαριλλάκ’ βόρ. ἰδιώμ. βαρελλάτσι Πάρ. κ.ἀ. βαρελ-λdάκι Ρόδ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βαρέλλι διὰ τῆς κατάλ. -άκι.
Σημασιολογία
1) Μικρὸν βαρέλλιον, βυτίον σύνηθ.: Φρ. Κάνομε τὰ βαρελλάκιˬα (κυλιόμεθα ἀπὸ τὴν ὄχθην πρὸς τὴν θάλασσαν ἐν εἴδει βαρελλίων προκειμένου νὰ κολυμβήσωμεν) Μύκ. || Αἴνιγμ. Ἔχω ἕνα βαρελλάκι | κ᾿ ἔχει δυˬὸ λογιˬῶν κρασάκι (τὸ ὰβγὸ) πολλαχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαγενάκι. 2) Εἶδος κοχλίου μικροῦ μὲ σκληρὸν ὄστρακον Σῦρ. 3) Εἶδος λακέρδας Σῦρ. 4) Πληθ. βαρελλάκιˬα, παιδιὰ καθ' ἣν οἱ παῖκται παρατάσσονται ὁ εἷς ὄπισθεν τοῦ ἄλλου κεκλιμένοι καὶ στηριζόμενοι διὰ τῶν χειρῶν ἐπὶ τῶν γονάτων, ὅτε ὁ πρῶτος τῆς σειρᾶς ὄρθιος ὢν στηρίζων τὰς χεῖρας εἰς τὴν ράχιν τοῦ δευτέρου ὑπερπηδᾷ αὐτόν, κατόπιν τὸν τρίτον καὶ καθεξῆς μέχρι τοῦ τελευταίου καὶ κλίνεται καὶ οὗτος, ὅτε ἐγείρεται ὁ δεύτερος καὶ ὑπερπηδᾷ καὶ οὗτος καὶ οὕτω καθεξῆς Κεφαλλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγάτισμα 3, ἀβδελλίτσα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA