γκαρομαχῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαρομαχῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκαρομαχῶ ἐνιαχ. γκαρουμαχῶ Στερελλ. (Αἰτωλ) γκαρομαχάω Εὔβ. (Στροπον. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. Κυνουρ.) γκαρουμαχάου Θεσσ. (Γαρδίκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Αρτοτ. Κλών. Λοκρ. Παρνασσ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γκαρίζω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -μαχῶ.
Σημασιολογία
1) Γκαρίζω 1, τὸ ὁπ. βλ., Εὔβ. (Στρόπον. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Κλών.): Γκαρουμαχάει οὑ κιˬαρατᾶς οὑ γάιˬδαρους γιˬὰ τ’ γαιδούρα Αἰτωλ. Ἔρχεται ὁ γάιδαρος γκαρομαχῶντ’ ἀποπίσω Βούρβουρ. || Γνωμ. Ἄλλοι ψ’χουμαχᾶνι κιˬ ἄλλοι γκαρουμαχᾶνι Στρόπον. Τὸ γνωμ. μὲ παραλλαγ. πολλαχ. β) ’Επὶ ἵππου, χρεμετίζω Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Αρτοτ.): Τότι γκαρουμά’σι κὶ σκίσ’’ οὑ βράχους (ἐκ παραμυθ.) Συνών. χλιμιντρῶ, χρεμετίζω. 2) Φωνασκῶ ἤ κλαίω γοερῶς Στερελλ. (Αἰτωλ. Γαρδίκ. Κλών. Λοκρ.) Τι γκαρουμαχᾶς, μαρέ; Αἰτωλ. Γκαρουμάχαϊ τοὺ πιδὶ οὕ’ μέρα σήμιρα˙ γκαρουμά’σι-γκαρουμά’σι, κὶ δεύτιρα σ’κώθ’κι κὶ πλάιˬασι (δεύτιρα=ἔπειτα) αὐτόθ. Συνών. γκαρίζω 2β, σκουζομαχῶ, σκούζω. 3) Φλυαρῶ, κυρίως ἐπὶ γυναικὸς Πελοπν. (Γορτυν. Κυνουρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA