ἀσπάραχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπάραχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσπάραχτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀσπάραχτους βόρ. ἰδιώμ. ἀσφάραγος Κύθν. Μῆλ. ἀσφάραος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀσπάρακτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ σπαράσσων, ὁ μὴ κινούμενος, ἀκίνητος, ἀσάλευτος ἔνθ’ ἀν.: Ἔπεσε ἀσφάραγος Κύθν. ’Ηπόμεινε ἀσφάραος Σίφν. ‖ ᾎσμ. Μιˬὰ χατζαρεˬὰ dοῦ τίναξε κιˬ ἀσφάραος εὑρέθη Ἀπύρανθ. β) Κλινήρης Ἤπ.: Ἔ’ δέκα μέρις ἀσπάραχτους. 2) Τὸ θηλ. ἀσφάραη οὐσ., ἔλλειψις κινήσεως, ἀκινησία, παραλυσία Κύθν.: Φρ. Ποῦ νὰ σοῦ δώσ’ ἀσφάραη! (νὰ μείνῃς ἀκίνητος! Ἀρά). Πβ. ἀσηκωσιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/