γκαρούφα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρούφα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκαρούφα ἡ, Μακεδ. (Καστορ.) - Γ. Μπακάλ., Καναγκ. Καστορ. 9.

Ετυμολογία

’Αγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Εἰς τὴν συνθημ. γλῶσσαν τῶν κτιστῶν, σούπα παρασκευαζομένη ἐκ τῆς κεφαλῆς ἰχθύος μετὰ σκορόδων καὶ καρύων ἔνθ’ ἀν.: Οὑ ματαρόκους νταρλίκουσι τὴ γκαρούφα (ὁ γάττος ἔφαγε τῆν σούπαν) Καστορ. || Ποίημ. Καρύδιˬα μπό’κα ’τοίμασε καὶ σκόρδα μὲ γκαρούφα. Γ. Μπακαλ., ἔνθ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/