γκάφα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκάφα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκάφα ἡ, κοιν. gάφα πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. gaffe=ἄστοχος ἐνέργεια.

Σημασιολογία

Ἄστοχος, ἄκαιρος ἐνέργεια ἢ λόγος ἀποβαίνων εἰς βλάβην τοῦ ἐνεργοῦντος ἤ λέγοντος κοιν.: Ὅλο γκάφες κάνεις. Ἔπαθα μιˬὰ μεγάλη γκάφα. Αὐτὸ ποὺ εἶπες-ἔκαμες ἥτανε μεγάλη γκάφα κοιν. Ἔπισις σὶ γκάφα μὶ τὰ λόγιˬα πού ’πις Στερελλ. (’Αχυρ.) Οἱ σπανοὶ κοροϊδεύανε τὸ bαππᾶ γιˬὰ τὴ gάφα ποὺ ἔκανε Πελοπν. (Ξεχώρ.) Συνών. ἀστοχιˬὰ 7. Πβ. ἀνογιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/