γκεβεζελίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκεβεζελίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκεβεζελίκι τό, Ἰων. (’Αλάτσατ. Σμύρν.) -Σ. Μυριβήλη, Ζωὴ ἐν τάφ., 318 -Λεξ. Μ. ᾿Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. γκιβιζιλί’ Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) gιβιζιλί’ Λέσβ. (Μανταμᾶδ.) Σάμ. (Καρλόβ.) κεβεζελίκιν Λυκ. (Λιβύσσ.) κεβεζελ-λίκ-κιν Κύπρ. κεβεζελ-λίκι Μεγίστ. κεβεζελίκ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) κεβεζελούκ’ Πόντ. (Χαλδ.) κεβεζελούχ’ Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Εκ τοῦ Τουρκ. gevezelik=φλυαρία.
Σημασιολογία
1) Συνήθως κατὰ πληθ., φλυαρίαι, μωρολογίαι Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) -Λεξ. Μ. ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. Συνών. λίμα, λογοδιˬάρροια, λογοκοπιˬά, μαλιμάτιˬα, πάρλα, πολυλογία, τσαμπούνισμα, φαφλατιˬό, φλυαρία, ἀντίθ. βούβα (ΙΙΙ) βουβάγρα, βουβάδα, βούβαμα, βουβαμάγρα, βουβαμάρα, βουβαμός, βουβάρα, μούγγα, μουγγαμάρα. 2) ’Αστεῖοι λόγοι ἤ πράξεις ’Ιων. (Ἀλάτσατ. Σμύρν.) Κύπρ. Λέσβ. (Μανταμᾶδ.) Σάμ. (Καρλόβ.) -Σ. Μυριβήλ., ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Δὲ μ’ ἀρέσουνε τέτοια ἄνοστα γκεβεζελίκιˬα Σμύρν. Δὲν σὲ πειράζω, ἕνα γκεβεζελίκι σού ’κανα καὶ σὺ εἶπες τόσα λόγιˬα οὕλο κακία αὐτόθ. ᾿Απ᾿ τὰ πουλλὰ καμώματα τσὶ τὰ gιβιζιλίκιˬα εἶνι ξακουσμένους Μανταμᾶδ. Δὲ θὰ πῇ πιˬὰ ποτὲς κανένα ἀπὸ κεῖνα τὰ κυνικά του γκεβεζελίκιˬα Σ. Μυριβήλ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀστεῖα, διὰ τὸ ὁπ. βλ. ἀστεῖος 1β, ἀστειότητες, καμώματα, καραγκιˬοζιλίκιˬα, χωρατά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA