ἀσπίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπίδι τό, Κωπνλ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀσπίδα.

Σημασιολογία

Ἀσπίδα 1, ὃ ἰδ.: Φρ. Σὰν τὸ ἀσπίδι τρέχει (γρήγορα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/