βάρεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάρεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάρεμα τό, (Ι) Κρήτ. Πελοπν. (Γορτυν.) Ρόδ. κ.ἀ. -ΓΒλαχογιάνν. Πεταλ. 12 βάρεμαν Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βάρεμα.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Βάρος Πόντ. (Οἰν.) -ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Τὰ δεντρὰ γέρνουν ἀπ᾿ τὸ βάρεμα ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. 2) Φορτίον Πόντ. (Οἰν.) 3) Πληθ. βαρέματα, πᾶν ὅ,τι φέρει τις μαζί του μεταβαίνων κἄπου Πελοπν. (Γορτυν.) Β) Μεταφ. 1) Ἐνόχλησις Πόντ. (Οἰν.): Πολλὰ βάρεμαν ἐδῶκες με. β) Ἄχθος, δυσφορία Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Γ814 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἡ ἀγάπη | γλήγορα φέρνει βάρεμα καὶ γλήγορα κουράζει». 2) Νόσος προερχομένη μάλιστα ἐξ ἀφορισμοῦ ἢ κατάρας ἢ βαρυθυμίας ἀνθρώπου ἀποθανόντος Κρήτ. 3) Φόρος Ρόδ.: Πλερών-νω βαρέματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/