βαρεˬοζωσμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬοζωσμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρεˬοζωσμένος ἐπίθ. Πελοπν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ ζωσμένος μετοχ. τοῦ ρ. ζώνω.
Σημασιολογία
Ὁ δεμένος δυνατά: ᾎσμ. Καὶ πῶς νὰ πάρω τὸ σπαθί, νὰ πάρω τὸ τουφέκι, ποῦ μὄχ’ ὁ Χάρως σίδερο, μὄχει βαρεˬοζωσμένο;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA