βαρεˬοστολίζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬοστολίζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρεˬοστολίζομαι Λευκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ ρ. στολίζομαι, δι᾽ ὃ ἰδ. στολίζω.
Σημασιολογία
Ἐνδύομαι πολύτιμα ἐνδύματα: ᾎσμ. Ὡραῖος εἶσ’ ἀνάλλαγος, λεβέντης ἀλλαμένος, καὶ ὅντας βαρεˬοστολιστῇς, σὰν ἄγγελος γραμμένος (γαμήλιον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA