βαρετὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρετὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βαρετὰ ἐπίρρ. Ρόδ.-ΚΠαλαμ. ᾽Ασάλ. ζωὴ' 69.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιὓ. βαρε τός. 'Η λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ι) Νωθρῶς ΚΠαλαμ. ἔνθ' ἄν.: ᾿Αλλἀργευεν ἀνέγνο͜ιαστα ... καὶ βαρετά. 2) ᾽Επικινδύνως Ρόδ. : Φρ. Πάω βαρετὰ (διατρέχω κίνδυνον, οἷον: ὁ ᾿ρωστη͵μένος πάει βαρετά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA