βαρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρεύω, μέσ. βαρεύομαι Καππ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρύς.

Σημασιολογία

Μέσ. στενοχωροῦμαι, λυποῦμαι: ᾌσμ. Δὲν λύνω ᾽γὼ τὴν πλέχτρα μου, τὸ ζωστί μου ζωμένο ’νι, δὲν φορῶ ᾿γὼ ξένο ἁγιφόρ’, ξέν᾽ ἁγιφόρ' δὲν πρέπ' ἐμέ βαρεύεται κιˬ ὁ κῦρις μου, βαρεύονται τ᾿ ἀδέλφιˬα μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/