βαρικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρικὸς ἐπίθ. Βιθυν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Λακων. Μάν. Μεσσ. Ὀλυμπ.) Χίος κ.ἀ. βαρ'κὸς Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Θεσσ. Κρήτ. Λέσβ. Μακεδ. (Βελβ. Σισάν.) Πελοπν. (Τριφυλ.) κ.ἀ. βαρ’κὸς ὁ, Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ) βάρ’κος Ἤπ. βαρικὸ τό, Βιθυν. Εὔβ. (Ὄρ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Μάν.) βαρ’κὸ Ἤπ. Κέρκ. Μακεδ. (Βλάστ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Ὀλυμπ. Σουδεν. Τρίκκ. Φεν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Λεπεν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τῆς καταλ. -ικός. Τὸ βάρ’κος πιθανῶς κατὰ τὸ βοῦρκος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων πολλὴν ὑγρασίαν, ὕδατα στάσιμα καὶ γενικώτερον τελματώδης, ἑλώδης, ἐπὶ ἐδάφους ἔνθ’ ἀν.: Βαρικὸς τόπος Μεσσ. Ὀλυμπ. Βαρικὸ χωράφι Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Βιθυν. Ὀλυμπ. Βαρικὸ ἀbέλι Κεφαλλ. Συνών. βαρικούσιˬος, βαρικώδιˬος, βαρικωτός. 2) Οὐσ. α) Τόπος ἔχων πολλὴν ὑγρασίαν, βαλτώδης ἔνθ' ἀν. Συνών. *βαρικί, βαρικοτόπι, βαρικότοπος. Ἡ λ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Βαρικό, Βαρ'κὸ καὶ Βαρικά, Βαρ’κὰ ὡς τοπων. πολλαχ. β) Τόπος εὔφορος Κεφαλλ. Κρήτ. γ) Χῶμα βαρὺ λευκὸν ἢ ἐρυθρὸν Μέγαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA